Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Σουζάνα (μερος 3) Δεύρο έξω...

Ο Λάζαρος ήταν καθηγητής σε σχολή θεάτρου στο κέντρο Αθήνας. Είχε σπουδάσει Σκηνογραφία και ενδυματολογία στο Παρίσι και επέστρεψε το 1971 στην Αθήνα, εν μέσω χούντας. Εκεί συναναστράφηκε με πολλούς Έλληνες, φοιτητές αρχικά και πολιτικούς πρόσφυγες μετέπειτα. Οι συζητήσεις τους περιστρέφονταν κυρίως γύρω από πολιτικά θέματα και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του και το ειλικρινές ενδιαφέρον του δεν μπορούσε να τις παρακολουθήσει Το εύπορο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ναι μεν ήταν ελαφρώς πολιτικοποιημένο αλλά δεν του είχαν ποτέ τεθεί στο μυαλό βιοποριστικά ζητήματα. Η πρώτη "πράξη επανάστασης" ήταν η επιλογή του να ακολουθήσει θεατρικές σπουδές παρά τις πιέσεις του πατέρα του να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Τελικά η μάνα του που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία επενέβη και ο Σεπτέμβρης του 1964 βρήκε το Λάζαρο πρωτοετή στο Παρίσι και τον σύζυγο της αδερφής του της Τέτας να αναλαμβάνει την αλυσίδα σουπερμάρκετ

Ο Μάης του '68 συνεπήρε το Λάζαρο. Γοητευμένος από την κοκκινομάλλα και παθιασμένη Emilie άρχισε να την ακολουθεί σε πορείες διαδηλώσεις και συνελεύσεις. Το μήνυμα της κοινωνικής και πολιτική επανάστασης τον έκανε άλλο άνθρωπο. Άρχισε να συναναστρέφεται με καλλιτέχνες, διανοούμενος,αιώνιους φοιτητές, καταραμένους ποιητές και να πειραματίζεται με ουσίες, αλκοόλ και όχι μόνο. Πόσα πρωινά ξύπνησε πλάι σε άγνωστες φιγούρες,την Emilie να ροχαλίζει αγκαλιά με έναν άγνωστο μακρυμάλλη, με ξένα ρούχα και το μυαλό του θολωμένο να προσπαθεί μάταια να θυμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Με τον καιρό βέβαια άρχισε να βαριέται τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις,η Emilie τον κούραζε με την υπερκινητικότητα και τις νευρώσεις της, και το σεξ μαζί της ήταν αβάσταχτο αν δεν είχε πιει πρώτα μια γερή δόση αλκοόλ και παραμελούσε τις σπουδές του. Η κραιπάλη του ρουφούσε όλη την ενέργεια και τη δημιουργικότητα του και έχασε πολύτιμο χρόνο από τις σπουδές του. Κυρίως οι υποψίες για την αμφισβητήσιμη σεξουαλικότητα του άρχισαν να επιβεβαιώνονται όλο και περισσότερο. Η πρωτόγνωρη ελευθερία που βίωνε στο Παρίσι τον έκανε να αναθεωρήσει τον τρόπο ζωής του στην Ελλάδα. Μακριά από την υπερπροστατευτική του μητέρα και τον αδιάφορο πατέρα του βρήκε τη δύναμη να συνειδητοποιήσει την αληθινή του ταυτότητα αλλά ακόμη είχε πολύ δρόμο μέχρι να την αποδεχτεί. Αφού χώρισε με συνοπτικές διαδικασίες την Emilie μετακόμισε και αφοσιώθηκε στο διάβασμά του. Πήρε το πτυχίο του και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Τη Σουζάνα τη γνώρισε σε ένα παλαιοπωλείο όπου "μονομάχησαν" για την ίδια πορσελάνινη κούκλα. Τελικά υποχώρησε για χάρη της επιβλητικής μελαχρινής με την προϋπόθεση να την κεράσει ένα καφέ στην Πλάκα. Αυτή η γνωριμία απεδείχθη τελικά σημαδιακή. Η Σουζάνα ήταν κατασταλαγμένη , διακριτική, μορφωμένη, αξιοπρεπής και οι παλιομοδίτικες αρχές της του κέντριζαν το ενδιαφέρον. Του θύμιζε λίγο την πολυαγαπημένη του γιαγιά ή όπως τουλάχιστον θα ήταν ή γιαγιά του στα νιάτα της. Και το κυριότερο τον φλέρταρε διακριτικά χωρίς να έχει πρόθεση να τον "τυλίξει" ή να τον ρίξει στο κρεβάτι. Με τον καιρό άρχισαν να ξετυλίγονται και άλλες πτυχές του χαρακτήρα της, ήταν προστατευτική μαζί του, πάντα πρόθυμη για νέες εμπειρίες και του κάλυπτε όλες τις ανάγκες του πριν καν τις εκδηλώσει. Ακόμη και όταν τον έπιαναν οι κρίσεις ανασφάλειας για τα επαγγελματικά του η Σουζάνα σαν μοναδική φίλη τον ενθάρρυνε και του εκδήλωνε την πίστη της σε αυτόν. Μετά από ένα χρόνο αν και δεν είχαν ολοκληρώσει την σχέση τους αποφάσισε να της κάνει πρόταση γάμου και για καλή του τύχη δέχτηκε.

Εκείνη την μέρα η Σουζάνα ήταν Παπάγου για να επισκεφτεί τον πατέρας της. Ο Λάζαρος άνοιξε δισταχτικά την ντουλάπα της και έβγαλε την τουίντ γκρι φούστα της, ένα ολομέταξο λευκό πουκάμισο και ένα ζευγάρι δαντελωτά σομόν εσώρουχα της Σουζάνας. Γδύθηκε και φόρεσε αργά και προσεχτικά τα ρούχα της γυναίκας του. Άρχισε να νιώθει την ίδια ερωτική έξαψη όπως και παλαιότερα όταν μια μέρα η Emilie τον έντυσε στην πλάκα γυναίκα. Μόλις τελείωσε κοιτάχθηκε με ηδυπάθεια στον ολόσωμο καθρέφτη Όχι δεν ήταν έτοιμος γιατί "μια κομψή κυρία δε βγαίνει ποτέ χωρίς μακιγιάζ από το σπίτι" όπως έλεγε πάντα η γιαγιά Περσεφόνη. Άπλωσε λίγη μπλε σκιά στα μάτια του λίγη μάσκαρα και ρουζ και την ώρα που φορούσε το κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη του άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου