Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Κοντευει 6....

"Θα σε περιμένω αύριο στις 6 έξω από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία ", Η Σουζάνα έσφιξε στο στήθος της το σημείωμα του Χριστόφορου που βρήκε μέσα στο ντοσιέ με τις παρτιτούρες της και χαμογέλασε.

Κοντεύει 6, η Σουζάνα στέκεται υπομονετικά λίγο πιο πέρα από την είσοδο του ξενοδοχείου, κρατάει στα χέρια της μια πάνινη τσάντα με τα βιβλία της μουσικής. Έχει λίγο κρύο τώρα που μπήκε για τα καλά ο Δεκέμβρης. Τυλίγει και ξανατυλίγει το κασκόλ της γύρω από το λαιμό της κάνει ότι δήθεν φτιάχνει τα μαλλιά της για να περάσει η ώρα και σφίγγει νευρικά το λουρί της τσάντας.

Κοντεύει 6, ο κοντόχοντρος αστυνομικός την κοιτάει επίμονα, όχι γιατί του φαίνεται ύποπτη, τι ύποπτο άλλωστε θα μπορούσε να χει μια καλοντυμένη 30 άρα με βλέμμα γεμάτο αγωνία έξω από το Μ.Βρετανία; Αλλά έχει κάτι περίεργο αυτή η ψηλή μελαχρινή, κάτι στο θόλο της βλέμμα, ο τρόπος που δαγκώνει νευρικά τα χείλη της, που παίζει με το κασκόλ της. "Ραντεβουδάκι" σκέφτεται "και την έχει στήσει το παλικάρι". Κοντοστέκεται, χαμογελάει μόνος του και συνεχίζει στη Σταδίου.

Κοντεύει 6 και η καρδιά της Σουζάνας πάει να σπάσει από την αγωνιά και τρέμει στην υποψία ότι μπορεί να του έτυχε κάτι και να μην έρθει.

Κοντεύει 6 και οι πρώτες νιφάδες αρχίζουν να πέφτουν. Τα μάτια της βουρκώνουν από το κρύο και αναστενάζει απογοητευμένη.

Ανάμεσα στα δάκρυα της,από μακριά αρχίζει να φαίνεται η φιγούρα του Χριστόφορου τον αναγνωρίζει από το περπάτημα του, ζωηρό, με μια δόση παιδικότητας, σαν να προσπαθεί να συγκρατηθεί για να μην τρέξει προς το μέρος της. Όσο την πλησιάζει νιώθει να της κόβεται η ανάσα, σκουπίζει βιαστικά τα μάτια της και χαμογελάει. Δεν ανταλλάσσουν κουβέντα, δε χρειάζεται αυτή τη στιγμή οτιδήποτε να λέγαν θα αντηχούσε φτωχό, γυμνό και παράφωνο. Της πιάνει το παγωμένο της χέρι και αρχίζουν να περπατάνε. Κατευθύνονται ππρος το σπίτι του Παντελη, ενος ξαδερφου του Χριστόφορου από το νησί.Ο Παντελής όντας ναυτικός ελάχιστα έμενε στο σπίτι και άφηνε κατά καιρούς τα κλειδιά στο Χριστόφορο προκείμενου να το ανοίγει και να το αερίζει που και που....

Το σπίτι ήταν ένα ημιυπόγειο σε μια αμφιβολου ποιότητας γειτονιά. Το σαλόνι παλιό και το κόκκινο βελούδο από τα έπιπλα έχει τριφτεί από την πολυκαιρία, μια μικρή σκοτεινή κουζίνα λίγο πιο μέσα, που βλέπει στο φωταγωγό, και ένα υπνοδωμάτιο συμπληρώνουν τη μιζέρια του εργενικου σπιτιου. Η Σουζάνα νιώθει άβολα επειδή το σπίτι είναι ξένο. Διόλου δεν την ενοχλεί η κακόγουστη του διακόσμηση και τα κιτς ενθύμια στο σαλόνι  από τα πολλά ταξίδια του Παντελή. Ο Χριστόφορος της βγάζει τρυφερά το παλτό και το ακουμπάει σε μια καρέκλα.Με τα δυο του χέρια της πιάνει τα παγωμένα της μάγουλα και αρχίζει να τη φιλά. Ξεκινά απαλά, ίσα που τα χείλη του ακουμπούν στα δικά της. Δισταχτικά η Σουζάνα ανταποκρίνεται αφού αρχίζει να συνέρχεται από το κρύο. Τώρα το φιλί του γίνεται πιο έντονο, πιο γρήγορο και απαιτητικό. Σέρνει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά της, τα κατεβάζει στη μέση της και μετά στους γλουτούς της. Η Σουζάνα νιώθει το κορμί του να σκληραίνει και να κολλάει πάνω της,την ανάσα του καυτή και λαχανιασμένη στο αυτί της, τη στύση του ανάμεσα στα πόδια της. Καταλαβαίνει τι θέλει ο Χριστόφορος και είναι σχεδόν σίγουρη ότι θέλει και αυτή το ίδιο. Ανοίγει τα κουμπιά από το πουκάμισο του και του το βγάζει με ορμή. Ο Χριστόφορος την οδηγεί στο υπνοδωμάτιο και τη ρίχνει στο κρεβάτι. Βγάζει την μπλούζα και σηκώνει τη φούστα της και το εσώρουχο της. Καθώς διεισδύει μέσα της η Σουζάνα πνίγει ένα βογγητό πόνου. Ο Χριστόφορος την κοιτάει απορημένος και τρομαγμένος βλέπει το αιμα να κυλάει ανάμεσα στα πόδια της. Πετάγεται απορημένος...
"Είναι η πρωτη φορά που παω με άντρα"  ,ψέλλισε η Σουζάνα
"Μα ήσουν παντρεμένη ένα χρόνο , πως?" ρωτάει ξέπνοα ο Χριστόφορος,
"Με τον Λάζαρο δεν κάναμε ποτέ έρωτα, δεν με ακούμπησε , ούτε και εγώ το θέλησα"
"Επρεπε να μου το πεις, νιώθω τόσο άσχημα, αν ηξερα ότι ειναι έτσι δε  θα βιαζομουν , θα ήθελα αυτη η φορα ναι ναι ξεχωριστη για σενα" ειπε ο Χριστόφορος και βουρκωσε...
Η Σουζάνα χαμήλωσε το βλέμμα της και δάγκωσε αμήχανα τα χείλη της
"Σουζάνα γιατι δε με κοιτάς" είπε με σοβαρη φωνή ο Χριστόφορος. Η Σουζάνα πήρε βαθιά ανάσα, σήκωσε το βλέμμα της και με αποφασιστικότητα αποκρίθηκε
"Σε βλέπω..και .Θέλω να μάθεις τα πάντα για μένα..."

Ντυθηκαν και κάθησαν στο κρεβάτι. Η Σουζανα αρχισε να του διηγείται την γνωριμία και το γαμο της με το Λάζαρο, τη μέρα που της ανακοινωσε ότι ειναι ομοφυλόφιλος, του είπε για τον πατέρα της, τον τρόπο με τον οποίο τους εγκατέλειψε η μάνα της και τις αμφιβολίες της για τους άντρες. Μετά απο τη συζήτηση αποκοιμηθηκαν αγκαλια.
Όταν ξύπνησαν ήταν ήδη μεσάνυχτα... Άρχισαν να κάνουν έρωτα και τους βρήκε το ξημέρωμα ιδρωμένους και κατάκοπους να βαριανασαίνουν στο κρεβάτι....Ο Χριστόφορος πετάχτηκε αλαφιασμένος καθώς θυμήθηκε ότι η Μαριάνθη τον περίμενε...