Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Μαζί σου τίποτα δε θα είναι αρκετό...

 "Ώστε αυτό λοιπόν είναι η αγάπη? Κρυφά φιλιά στα μισοσκότεινα σοκάκια, ύποπτες συναντήσεις και ένοχα βλέμματα? Μοιρασμένες στα δύο ζωές και κλεμμένες αγάπες" αναρωτήθηκε η Σουζάνα ενώ γύριζε τις παρτιτούρες στο πιάνο της Ειρήνης. Τα μαθήματα συνεχίζονταν κανονικά, ήταν άλλωστε και μια ευκαιρία να βλέπει το Χριστόφορο στο φως της μέρας, χωρίς να νιώθει τη φωνή της συνείδησής της.
  Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και οι συναντήσεις τους γίνονταν όλο και λιγότερες λόγω του βεβαρημένου φόρτου εργασίας και των οικογενειακών υποχρεώσεων. Αλλά οι λιγοστές αυτές συναντήσεις φούντωναν όλο και περισσότερο το πάθος τους. ένα πάθος πρωτόγνωρο για την μέχρι τότε καταπιεσμένη Σουζάνα. Με τον Χριστόφορο μπορούσε να φέρεται άνετα, να μιλάει ακατάπαυστα και να κάνει πράγματα που πότε της δεν είχε φανταστεί. Ο απλός και στιβαρός χαρακτήρας του Χριστόφορου της ενέπνεε σιγουριά ώστε να απελευθερωθεί και να συνειδητοποιήσει την σεξουαλικότητα της. Μετά από καιρό επιτέλους κατάλαβε γιατί κρυφογελούσαν οι άλλες κοπέλες όταν συζητούσαν ψιθυριστά τις σεξουαλικές στους εμπειρίες. Καμιά φορά κιόλας έπιανε τον εαυτό της να χαμογελάει αμήχανα όταν γυρνούσε σπίτι μετά από την συνεύρεση τους και να φαντάζεται τι θα μπορούσε να κάνει για να εκπλήξει τον ακόρεστο Χριστόφορο.
   Η παραμονή των Χριστουγέννων βρήκε τη Σουζάνα στο πατρικό της με τον γέρο πατέρας της. Από τότε που τους παράτησε η μάνα της τις μέρες των γιορτών ένιωθε μελαγχολία αλλά παρηγορούταν με την σκέψη ότι αυτή η μελαγχολία πιάνει και τους άλλους. Φέτος ήταν διαφορετικά όμως. Ένιωθε και πάλι ότι κάποιος της στερεί την ευτυχία για μία ακόμη φορά. Η μοίρα ξανά της τραβούσε το χαλί κάτω από τα πόδια. η σκέψη ότι ο Χριστόφορος είναι με την οικογένεια του την γέμιζε πικρία και φθόνο ενώ ταυτόχρονα ντρεπόταν που σκεφτόταν τόσο πρόστυχα για μια γυναίκα που το μόνο κακό που της είχε κάνει ήταν να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της πριν από αυτή... Βγήκε έξω μήπως και ο παγωμένος αέρας της καθαρίσει τη σκέψη. Περπατούσε...... Ξαφνικά μια ψηλή γνώριμη φιγούρα της έκοψε την ανάσα, ο Χριστόφορος μαζί με την Μαριάνθη φορτωμένοι με σακούλες και τη μικρή Ειρήνη να στριφογυρίζει γύρω τους-η πινελιά στο σκηνικο της επίπλαστης οικογενειακής τους ευτυχίας. Στραβοκατάπιε, πήρε μια βαθιά ανάσα και τους χαιρέτησε θερμά. Η οικογένεια χαρούμενη ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. "Σουζάνα να έρθεις από το σπίτι να σε πληρώσω για τις ώρες της μικρής. Είναι γιορτινές μέρες , θα έχεις και υποχρεώσεις...." είπε η Μαριάνθη.
   Μπήκαν στο αρχοντικό, η Μαριάνθη κατευθύνθηκε στο γραφείο ενώ η μικρή Ειρήνη έτρεξε στο δωμάτιο κρατώντας τα δώρα της. "Ειρήνη μην τα ανοίξεις" φώναξε από το διάδρομο η Μαριάνθη "είναι για την πρωτοχρονιά αλλιώς ο Άγιος Βασίλης δε θα σου φέρει το κουκλόσπιτο που ζήτησες". Ο ήχος της φωνής της καλύφθηκε από το σκίσιμο του χαρτιού περιτυλίγματος... Ο Χριστοφόρος και η Σουζάνα  έμειναν να κοιτάζονται στη μέση του σαλονιού. Πρώτη μίλησε αυτή, "Χριστοφορε μόλις περάσουν οι μέρες των Χριστουγέννων θέλω να μιλήσουμε" ο Χριστόφορος έγνεψε καταφατικά και πριν προλάβει να αρθρώσει κουβέντα μπήκε η Μαριάνθη κρατώντας ένα λευκό φάκελο με την αμοιβή της Σουζάνας. Η Σουζάνα έσυρε τα βήματα της για το σπίτι-είχε αρχίσει να σουρουπώνει, το χιόνι σταμάτησε να πέφτει αλλά ήταν αρκετό για να στρώσει τους δρόμους της Αθήνας και γυάλιζε από το φως του φανοστάτη. Η Σουζάνα  χαμογέλασε συγκρατημένα, τουλάχιστον τον είδε, έστω και τυχαία.
   Την μέρα των Χριστουγέννων ξύπνησε ξημερώματα, στολίστηκε και πήγε στην εκκλησία. Όταν γύρισε έπεσε στο κρεβάτι και ξέσπασε σε λυγμούς. Ο ύπνος την πήρε με δάκρυά στα μάτια και εξουθενωμένη από το κλάμα.... Κατά το μεσημέρι κατάφερε να μαζέψει τα κομμάτια της ετοίμασε το γιορτινό τραπέζι για αυτήν, τον πατέρας της και 2-3 ξεχασμένους συγγενείς...

   Οι μέρες κύλησαν με επισκέψεις στο σόι του πατέρας της, άσκοπες αγορές της τελευταίας στιγμής και βόλτες στη γιορτινή πόλη. Στις 29 του μήνα βρέθηκε με τον Χριστόφορο για μία ακόμη φορά στο παρακμιακό εργένικο σπίτι του ξαδέρφου του. Αφου έκαναν έρωτα, αν ακαι δεν είχε αυτο στο μυαλό της η Σουζάνα άρχισε να του μιλάει:
"Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατασταση, αυτα τα Χριστουγεννα ήταν τα πιο δυσκολα της ζωης μου γνωριζοντας οτι δεν μπορω να σε έχω. Και δεν ειναι μόνο τα Χριστούγεννα, είναι όλες οι αργίες τα σαββατοκύριακα, όλες οι σημαντικές στιγμές στη ζωή σου που δε θα μπορέσω ποτέ να συμμετέχω. Δεν μπορώ να στα στερήσω ούτε να σου ζητήσω κάτι παραπάνω., Μαζί σου τίποτα δε θα ειναι αρκετό. Δεν μπορώ να έρχομαι δεύτερη. Καμιά φορα πειθω τον εαυτο μου οτι μπορει να αρκεστεί σε αυτη την υποτιθέμενη σχεση. Νιώθω οτι παρασιτώ στην ζωή σου και βαδίζω στη σκιά της πραγματικότητας....
  Ο Χριστόφορος σκοτείνιασε,"δεν την αγαπώ Σουζάνα, σιχαίνομαι τον εαυτο μου οταν ειμαι υποχρεωμένος να την ακουμπάω. Στην αρχή ίσως και να την ερωτεύτηκα, τώρα πια βλέπω στο πρόσωπο της όλα όσα μισώ και ποτέ μου δεν ήθελα. Μονο για το παιδί κάνω υπομονή, προσποιούμαι σε όλους τον πετυχημένο οικογενειάρχη αλλά το μονο που θέλω ειναι να τα παρατήσω όλα και να κανω μια καινούργια αρχή, Μαζί σου."
  Έσκυψε και την φίλησε απαλά στα χείλη..."Την πρωτοχρονιά ας φύγουμε μαζί όταν αλλάξει ο χρόνος... Να κάνουμε μια νέα αρχή... Τι λες?"