Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Σουζανα μέρος 5-Του πόθου το αγρίμι...

Μετά τον αποτυχημένο γάμο της και αφού αρνήθηκε την διατροφή από τον Λάζαρο, η Σουζάνα άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου σε κόρες εύπορων οικογενειών. Μία από αυτές ήταν η οχτάχρονη Ειρήνη, ένα καλοκάγαθο στρουμπουλό ατσούμπαλο κοριτσάκι, η μοναχοκόρη της Μαριάνθης κ του Χριστόφορου Αναστασιάδη, ιδιοκτήτες αλυσίδας επίπλων. Η απαιτητική Μαριάνθη ανίκανη να δεχτεί την έλλειψη ταλέντου της Ειρήνης άλλαζε τις απηυδισμένες δασκάλες τη μία μετά την άλλη προσφέροντας αδρά χρήματα. Η οικονομικές δυσκολίες ανάγκαζαν τη Σουζάνα να ακούει την μικρή Ειρήνη ναχτυπάει με τα κοντόχοντρα λουκανικοδάχτυλα τα πλήκτρα του πιάνου ασθμαίνοντας Αυτό και ο Χριστόφορος...Στην αρχη δεν τον πρόσεξε όταν της συστήθηκε, έδωσε το χέρι της, χαμογέλασε τυπικά και το τράβηξε πριν προλάβει να αισθανθεί τη θέρμη της χειραψίας. Δεν πρόσεξε τα κοφτερά του γκρι μάτια που την κοιτούσαν γεμάτα περιέργεια, τα σαρκώδη του μισάνοιχτα από θαυμασμό χείλη και τη στιβαρή κορμοστασιά του . Γιατί αν τα είχε προσέξει τότε ίσως και να είχε αρνηθεί να μπει σε αυτό το σπίτι και να προλάβει την τραγωδία που θα ακολουθούσε...

Τα μαθήματα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο, με τα πρώτα φύλλα να κιτρινίζουν και τα
ξεμυαλισμένα από τις καλοκαιρινές περιπέτειες παιδιά να επιστρέφουν στα δρύινα θρανία. Στην αρχή παρούσα στα μαθήματα ήταν και η Μαριάνθη για να επιβλέψει την πρόοδο της Ειρήνης. Καθόταν σε μια βελούδινη πολυθρόνα και ρουφούσε σιγανά το Earl Grey της. Μόλις εφησυχάστηκε για τις διδακτικές ικανότητες της Σουζάνας άρχισε σιγά σιγά να αποχωρεί με λίγες φίλες της στη βεράντα. Κάποιες φορές τα μαθήματα και ο Χριστοφόρος ο οποίος ήταν ένθερμος λάτρης του Μπετόβεν και του Βάγκνερ Σιγά σιγά η Σουζάνα άρχισε να τον παρατηρεί. Νέος, όμορφος, με νευρώδες σώμα, τόσο αταίριαστος με την πλαδαρή και ασπρουλή Μαριάνθη. Ένιωθε την μάτια του να την διαπερνά και να της καίει το δέρμα, αναριγούσε όταν έσκυβε τάχα για να δει τις παρτιτούρες και ασυναίσθητα απομακρυνόταν λες και αν την άγγιζε θα έπαιρνε φωτιά από τη θέρμη του κορμιού του. Και αυτό το άρωμα του... Βαρύ, ανδρικό της θύμιζε άγριο ζώο που μόλις είχε επιστρέψει από μια βόλτα σε καταπράσινο ρουμάνι.. Θυμάρι πεύκο και βουνίσιο αέρα. Πρώτη φορά ένιωθε ωμή σεξουαλική έλξη για άντρα και μάλιστα παντρεμένο.

Τα μαθήματα συνεχίζονταν καθημερινά σχεδόν. Η μικρή Ειρήνη με βλέμμα απογοήτευσης να βλέπει τα άλλα κοριτσάκια να παίζουν στο δρόμο τα ακόμη ζεστά απογεύματα του Σεπτέμβρη, η
Μαριάνθη να χασκογελά στον κήπο και τον Χριστόφορο να έρχεται όλο και πιο συχνά στο δωμάτιο για να παρακολουθεί τα μαθήματα εφευρίσκοντας κάθε φορά άλλες δικαιολογίες Και η Σουζάνα... να ροδοκοκκινίζει από πόθο όταν τον βλέπει αλλά να τον κοιτά στα μάτια χωρίς ντροπή αχόρταγα, αμίλητα,αγέρωχα.. Μόνο λίγες λέξεις αντάλλαξαν, τυπικές, περιττές και αποστασιοποιημένες Ευτυχώς η αγαθή Ειρήνη δεν έπαιρνε χαμπάρι τις λιγωμένες ματιές του πατέρα της και το βράχνιασμα στην φωνή της Σουζάνας. Αυτό που πάθαινε όταν ερεθιζόταν... Και μετά ο Χριστόφορος εξαφανίστηκε. Σταμάτησε να εμφανίζεται στα μαθήματα, από τη Μαριάνθη έμαθε ότι άρχισε να ασχολείται πάλι με την κατασκευή επίπλων. Γεγονός που είχε προκαλέσει και την εντύπωση της Μαριάνθης γιατί ο Χριστόφορος είχε να πιάσει στα χέρια του εργαλεία από τότε που γεννήθηκε η Ειρήνη.

Αρχές Νοεμβρίου ο Χριστοφορος και η Μαριάνθη κάλεσαν τη Σουζάνα στην έκθεση επίπλου της επιχείρησής τους. Το φημισμένο μαγαζί με τα πολυτελή έπιπλα άνηκε στον πατέρα της Μαριάνθης τον Διαμαντή Παπαδόπουλο. Εκεί είχε ξεκινήσει να δουλεύει ως ταλαντούχος επιπλοποιός ο Χριστόφορος. Με ένα ιδιαίτερο πάθος για τις σπάνιες ποικιλίες ξύλου και τα βαριά αριστοκρατικά σχέδια αμέσως τράβηξε την προσοχή του Διαμαντή ο νεαρός Συριανός μάστορας. Μετά από λίγο καιρό τον πάντρεψε με την κόρη του και τον όρισε διευθυντή της επιχείρησης του. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα ήταν η ευκαιρία να παρουσιάσουν τα καινούργια έπιπλα του Χριστόφορου και να γίνει επίσημα πια η αποχώρηση του Διαμαντή από την επιχείρηση.

Την ημέρα την έκθεσης η
Σουζάνα προσπαθούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της που θα ξαναέβλεπε τον Χριστόφορο. Φόρεσε ένα σκούρο πράσινο φόρεμα που κολάκευε τη σιλουέτα της και άφησε κάτω τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Με το που μπήκε στον εκθεσιακό χώρο άρχισε να τον ψάχνει με αγωνία στο πλήθος. Χαιρέτησε την μικρή Ειρήνη που έτρεχε ανάμεσα στα έπιπλα με το καινούργιο κόκκινο φορεματάκι της και την Μαριάνθη να ξεχειλίζει από το χρυσό ντε πιες. Διέσχισε την αίθουσα και προχώρησε προς την πόρτα του εργαστηρίου. Μπήκε μέσα και ένιωσε δύο χέρια να την αρπάζουν από τη μέση και να την κολλάνε στον τοίχο. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε τα γκρί μάτια του Χριστόφορου να την κοιτάν με πάθος και ένιωσε τα ζεστά του χείλη να της σφραγίζουν τα δικά της. Τα πόδια της λύθηκαν ένιωσε μια θέρμη να την πλημμυρίζει τα πάντα γύρω της βούιζαν και ο χρόνος σταμάτησε σε εκείνο το φιλί..
Όταν συνήλθε είδε κόσμο γύρω της να την κοιτάει τρομαγμένος και κατάλαβε ότι είχε λιποθυμήσει Διέκρινε ανάμεσα στα άγνωστα πρόσωπα τον Χριστόφορο να της χαμογελάει αμυδρά και το ύποπτο βλέμμα του γεμάτο υποσχέσεις πάθους....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου